επικόλληση — η 1. η προσαρμογή και εφαρμογή με κόλληση, το κόλλημα: Επικόλληση γραμματοσήμων. 2. η επίστρωση της επιφάνειας επίπλου ή τμήματος του με καπλαμά (βλ. λ.), το καπλάντισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επικολλητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην επικόλληση («επικολλητική εργασία»). επίρρ... επικολλητικώς με επικόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κολλητικός (< κολλητός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κολάζ — (γαλλ. collage). Όρος της ζωγραφικής που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς για τα έργα των καλλιτεχνών οι οποίοι, αντί να μεταχειρίζονται μόνο χρώματα, επικολλούν ετερογενή υλικά σε μία επιφάνεια (φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα,… … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
γομόχαρτο — το διαφανές χαρτί με γόμα στη μια πλευρά για επικόλληση γραμματοσήμων στα λευκώματα τών φιλοτελιστών … Dictionary of Greek
γραμματοσήμανση — η επικόλληση γραμματοσήμου πάνω σε επιστολές ή αντικείμενα για ταχυδρόμηση … Dictionary of Greek
επικολλώ — (Α ἐπικολλῶ, άω) κολλώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια, προσαρμόζω ή εφαρμόζω κάτι με επικόλληση … Dictionary of Greek
μαρκετερί — η 1. τεχνική που χρησιμοποιείται συνήθως στη διακόσμηση επίπλων τέχνης και που συνίσταται στην επικόλληση ή επένθεση μικρών τεμαχίων από λεπτά φύλλα άλλου ξύλου, από ελεφαντοστό, μπρούντζο κ.ά. ύλες στην επιφάνειά τους, από τα οποία προκύπτουν… … Dictionary of Greek
μπάλωμα — το (Μ μπάλωμα και ἐμπάλωμα και ἐμπάλωμαν και πάλωμα) [μπαλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαλώνω, επιδιόρθωση φθαρμένου ενδύματος ή υποδήματος με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ύφασμα ή δέρμα 2. μτφ. μεγάλη κηλίδα χρώματος… … Dictionary of Greek
μπαλώνω — (Μ μπαλώνω) 1. επιδιορθώνω φθαρμένο αντικείμενο, συνήθως ένδυμα ή υπόδημα, με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ή άλλο παρόμοιο ύφασμα ή δέρμα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μπαλωμένος η, ο αυτός που έχει μπαλώματα («μπαλωμένο παντελόνι») νεοελλ … Dictionary of Greek