επικόλληση

επικόλληση
η [κολλώ]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επικολλώ*
2. η τοποθέτηση σε έγγραφο, βιβλιάριο κ.λπ. («επικόλληση ενσήμων, χαρτοσήμου, φωτογραφίας» κ.λπ.)
3. η επίστρωση πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου λεπτών φύλλων πολύτιμου ξύλου, το καπλάντισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επικόλληση — η 1. η προσαρμογή και εφαρμογή με κόλληση, το κόλλημα: Επικόλληση γραμματοσήμων. 2. η επίστρωση της επιφάνειας επίπλου ή τμήματος του με καπλαμά (βλ. λ.), το καπλάντισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επικολλητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην επικόλληση («επικολλητική εργασία»). επίρρ... επικολλητικώς με επικόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κολλητικός (< κολλητός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κολάζ — (γαλλ. collage). Όρος της ζωγραφικής που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς για τα έργα των καλλιτεχνών οι οποίοι, αντί να μεταχειρίζονται μόνο χρώματα, επικολλούν ετερογενή υλικά σε μία επιφάνεια (φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα,… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek

  • γομόχαρτο — το διαφανές χαρτί με γόμα στη μια πλευρά για επικόλληση γραμματοσήμων στα λευκώματα τών φιλοτελιστών …   Dictionary of Greek

  • γραμματοσήμανση — η επικόλληση γραμματοσήμου πάνω σε επιστολές ή αντικείμενα για ταχυδρόμηση …   Dictionary of Greek

  • επικολλώ — (Α ἐπικολλῶ, άω) κολλώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια, προσαρμόζω ή εφαρμόζω κάτι με επικόλληση …   Dictionary of Greek

  • μαρκετερί — η 1. τεχνική που χρησιμοποιείται συνήθως στη διακόσμηση επίπλων τέχνης και που συνίσταται στην επικόλληση ή επένθεση μικρών τεμαχίων από λεπτά φύλλα άλλου ξύλου, από ελεφαντοστό, μπρούντζο κ.ά. ύλες στην επιφάνειά τους, από τα οποία προκύπτουν… …   Dictionary of Greek

  • μπάλωμα — το (Μ μπάλωμα και ἐμπάλωμα και ἐμπάλωμαν και πάλωμα) [μπαλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαλώνω, επιδιόρθωση φθαρμένου ενδύματος ή υποδήματος με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ύφασμα ή δέρμα 2. μτφ. μεγάλη κηλίδα χρώματος… …   Dictionary of Greek

  • μπαλώνω — (Μ μπαλώνω) 1. επιδιορθώνω φθαρμένο αντικείμενο, συνήθως ένδυμα ή υπόδημα, με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ή άλλο παρόμοιο ύφασμα ή δέρμα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μπαλωμένος η, ο αυτός που έχει μπαλώματα («μπαλωμένο παντελόνι») νεοελλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”